- άδετος
- -η, -ο (Α ἄδετος, -ον) [δέω, δένω]αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθεροςνεοελλ.1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα3. (για καρπούς) που δεν σχηματίστηκε ακόμη από το άνθος4. (για πρόσωπα) που δεν αναπτύχθηκε τελείως σωματικά5. (για υγρά και κυρίως για το σιρόπι) που δεν έπηξε μετά από συνεχή βρασμό6. (για νεόνυμφο) αυτός ο οποίος δεν έχει δεθεί με γήτεμα, που να τού στερεί την ικανότητα στα συζυγικά καθήκοντα.
Dictionary of Greek. 2013.